- ριμάρω
- -ισα και -α, φτιάχνω ομοιοκατάληκτους στίχους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ριμάρω — Ν 1. συνθέτω ρίμες 2. (για στίχο) ομοιοκαληκτώ με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rimare] … Dictionary of Greek